- ομιχλοειδής
- ὀμιχλοειδής και ὁμιχλοειδής, -ές (Α)αυτός που μοιάζει με ομίχλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμίχλη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀμιχλοειδέσι — ὀμιχλοειδής mist like masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… … Dictionary of Greek